αιματαδελφοί

αιματαδελφοί
οι
όμαιμοι* αδελφοί, από την ίδια μητέρα σε διάκριση από τους ομογάλακτους*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, -ατος + αδελφός
η λ. αιματαδελφοί πλάστηκε από τον Γ. Βιζυηνό ως απόδοση τού τουρκ. «καν-καρντάσηδες»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”